- καρποδότειρα
- καρποδότειρα, ἡ (AM)βλ. καρποδότης.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
καρποδότειρα — giver of fruit fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καρποδότης — καρποδότης, ο θηλ. καρποδότειρα (AM) αυτός που παρέχει καρπούς. [ΕΤΥΜΟΛ. < καρπός (Ι) + δότης < δότης (< δίδωμι), πρβλ. αιμο δότης, εργο δότης] … Dictionary of Greek
καρποδοτείρηι — καρποδοτείρῃ , καρποδότειρα giver of fruit fem dat sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)